Κούνησε τα βλέφαρά του και άνοιξε με κόπο τα μάτια. Γύρω σκοτάδι, δεν ακουγόταν τίποτα. Άραγε ήταν μόνο; Τέντωσε διστακτικά τα ποδαράκια του να δει αν μπορούσε να απλωθεί. Κι όμως, ξαφνικά είχε χώρο για να τεντωθεί κι αυτό ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Είχε χώρο, δικό του χώρο! Χωρίς να μπορεί ακόμα να το πιστέψει, δοκίμασε να ανασηκωθεί και να ανοίξει ελαφρά τις φτερούγες του. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα… Ναι μπορούσε να τις ανοίξει τελείως! Τιτίβισε σιγανά περιμένοντας κάποια αντίδραση, κάποιον άλλον ήχο… Τίποτα…μόνον ο αντίλαλος της φωνής του. Ήταν τελικά μόνο! Τόλμησε να τιτιβίσει πιο δυνατά, και πιο δυνατά, ακόμα πιο δυνατά και το διστακτικό τιτίβισμα άρχισε να μεταμορφώνεται σε κελάηδισμα. Ένα κελάηδισμα μελωδικό, υπέροχο που δυνάμωνε όσο ένιωθε και το ίδιο πιο δυνατό. Μετά από πολύ καιρό τραγουδούσε από ψυχής. Χωρίς να φοβάται τίποτα, παρόλο που ήταν μόνο στο σκοτάδι. Παρόλο που δεν ήξερε πώς θα βγει. Παρόλο που δεν ήξερε αν θα ζήσει. Με κλειστά τα μάτια εκείνο έβλεπε φως, γαλανό ουρανό, λιβάδια, λουλούδια, πετούσε ελεύθερο στον άνεμο μαζί με τις αχτίδες του ηλίου.
Κελάιδησε για ώρες με όλη του τη δύναμη. Ο χρόνος περνούσε και οι ανάσες του λιγόστευαν. Όμως συνέχισε με κλειστά τα μάτια να νιώθει τον άνεμο να του χαιδεύει τα φτερά, το πρόσωπο…Όταν ένιωσε ότι ήθελε να ξαπλώσει, τα ποδαράκια του είχαν πλέον βαρύνει. Όμως και ξαπλωμένο συνέχισε να κελαιδάει χαμηλά, με διακοπές για να παίρνει κοφτές ανάσες, αλλά αποφασισμένο να συνεχίσει για όσο άντεχε.
Πέρασε κι άλλο η ώρα, πλέον είχε κουρνιάσει με μαζεμένα φτερά και ποδαράκια και η φωνή του ήταν τόσο αχνή όσο και η ανάσα του. Με τη λιγοστή δύναμη που του είχε απομείνει κούνησε το κεφαλάκι του λίγο προς τα πίσω, πήρε τόση δα φόρα και με το μικρό του ράμφος χτύπησε το ξύλο που το κρατούσε φυλακισμένο.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε γρήγορα βήματα μέσα στο δωμάτιο, κάποιος κινείτο προς το μέρος του. Και ξαφνικά το καπάκι που το φυλάκιζε σηκώθηκε και τα βαριά του βλέφαρα ένιωσαν το φως! Το λαμπερό φως της ημέρας που τόσο είχε στερηθεί! Και ένιωσε δυο απαλά, ζεστά χέρια να το πιάνουν και να το σηκώνουν με τόση προσοχή σαν να ήταν από γυαλί.
“Θέε μου, ζεις; Δείξε μου ότι πρόλαβα. Δεν ήξερα ότι είσαι ακόμα μέσα. Ζεις;”
Με κόπο άνοιξε τα ματάκια του και την κοίταξε… Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της. Τότε με δάκρυα στα μάτια η Πανδώρα του χαίδεψε το κεφαλάκι, έσκυψε και το φίλησε. Το κίτρινο πουλάκι ένιωσε τόση χαρά που τα φτεράκια του σκίρτισαν και άρχισε να τιτιβίζει σιγανά. Ναι, ήταν ζωντανό!
* Έμπνευση για αυτή την ιστορία αποτέλεσε για μένα ο μύθος της Πανδώρας. Άνοιξε το απαγορευμένο κουτί από το οποίο ξεπήδησαν όλες οι συμφορές. Και καθώς πανικόβλητη το έκλεισε, έκλεισε μέσα και το τελευταίο που είχε απομείνει: ένα πουλάκι, την Ελπίδα!